πυραυλοφόρος

πυραυλοφόρος
-α, -ο, Ν
(στρ.-τεχνολ.) αυτός που φέρει και μπορεί να εκτοξεύσει πυραύλους (α. «πυραυλοφόρο υποβρύχιο» β. «πυραυλοφόρο πλοίο επιφανείας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”